- κρωβυλώδης
- κρωβυλ-ώδης, ες,A like the κρωβύλος, Luc.Lex.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρωβυλώδης — κρωβυλώδης, ῶδες (Α) [κρωβύλος] αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με πλεξίδα κόμης («πλακοῡντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κρωβυλώδη — κρωβυλώδης like the neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κρωβυλώδης like the masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κρωβυλώδης like the masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)